- παρεισέρχεται
- παρεισέρχομαιcomepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεισέρχομαι — ΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου από πλάγια είσοδο ή με δόλο 2. εισέρχομαι, μπαίνω κάπου μσν. εισέρχομαι κατόπιν αρχ. 1. παρεντίθεμαι, παρεμβάλλομαι 2. φρ. «παρεισέρχεταί μοι» μου έρχεται τυχαία ή ξαφνικά μια ιδέα … Dictionary of Greek